σκληρόσαρκος

σκληρόσαρκος
η , ο [ος , ον ] имеющий жёсткое, твёрдое мясо

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σκληρόσαρκος" в других словарях:

  • σκληρόσαρκος — with hard flesh masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρόσαρκος — η, ο / σκληρόσαρκος, ον, ΝΑ αυτός που έχει σκληρή σάρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + σαρκος (< σαρξ, σαρκός)] …   Dictionary of Greek

  • σκληρόσαρκος — η, ο αυτός που έχει σκληρή σάρκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκληρόσαρκον — σκληρόσαρκος with hard flesh masc/fem acc sg σκληρόσαρκος with hard flesh neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληροσαρκότερος — σκληρόσαρκος with hard flesh masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληροσάρκοις — σκληρόσαρκος with hard flesh masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληροσάρκους — σκληρόσαρκος with hard flesh masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληροσάρκων — σκληρόσαρκος with hard flesh masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρόσαρκα — σκληρόσαρκος with hard flesh neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρόσαρκοι — σκληρόσαρκος with hard flesh masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»